Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πεπειρότερον πτύελον

См. также в других словарях:

  • πέπειρος — α, ον, Α 1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος 2. το θηλ. πεπείρα α) ηλικιωμένη β) αυτή που είναι σε ηλικία γάμου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) ήπιος, μειλίχιος β) (για ασθένεια) αυτή που έχει φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο της 4. φρ. «πεπειρότερον πτύελον» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»