-
1 πέπειρος
πέπειρος, ον,A ripe, of fruit, Thphr.CP3.6.9 ([comp] Comp.), LXX Ge.40.10, AP12.185 (Strat.); of girls, opp. νέαι, v.l. in Ar.Ec. 896 ;παρθένοι Plu.Comp.Lyc.Num. 4
, cf. Lyc. 15 ;φιλέουσι πέπειρος AP12.9
(Strat.).2 metaph., of persons, mild,πεπειροτέρους γεγονότας D.H.9.49
.3 π. νοῦσος a disease come to its crisis, Hp.Acut.39 ; also πεπειρότερον πτύελον more concocted, Id.Epid.2.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέπειρος
См. также в других словарях:
πέπειρος — α, ον, Α 1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος 2. το θηλ. πεπείρα α) ηλικιωμένη β) αυτή που είναι σε ηλικία γάμου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) ήπιος, μειλίχιος β) (για ασθένεια) αυτή που έχει φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο της 4. φρ. «πεπειρότερον πτύελον» … Dictionary of Greek